ἡδονόπληκτος

ἡδονόπληκτος
ἡδονό-πληκτος, [dialect] Dor. [full] ἁδονόπλακτος, ον,
A pleasure-struck, Cerc.6.10—also [suff] ἡδονοπλήξ, ῆγος, , , φύσις Timo 58.4.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ηδονόπληκτος — η, ο (Α ἡδονόπληκτος, δωρ. τ. ἁδονόπλακτος, ον) αυτός που έχει πληγεί από ηδονή, μεθυσμένος από ηδονή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδονό (< ηδονή) + πληκτος (< πλήττω), πρβλ. σεισμό πληκτος, φαντασιό πληκτος. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα… …   Dictionary of Greek

  • ηδονοπλήξ — ἡδονοπλήξ, ῆγος, ὁ, ἡ (Α) ηδονόπληκτος («ἡδονοπλήξ φύσις»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδονο (< ηδονή) + πλήξ (< πλήσσω / πλήττω), πρβλ. αστρο πλήξ, παρα πλήξ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”